συρματένιος
Смотреть что такое "συρματένιος" в других словарях:
συρματένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
συρμάτινος, -η, -ο — και συρματένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σύρμα: Έβαλε στο παράθυρο ένα συρμάτινο πλέγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)